ύδρωπας

ύδρωπας
ο / ὕδρωψ, -ωπος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. ύδρωψ Ν, και τ. ὑδρῶψ Α
ιατρ. μη φυσιολογική συλλογή ορώδους υγρού σε κοιλότητες ή σε κοίλα όργανα τού σώματος ή στους διάμεσους ιστούς και, σπανιότερα, ακόμη και στον ενδοκυττάριο χώρο, οφειλόμενη σε γενική διαταραχή τού μεταβολισμού, κν. σήμερα υδρώπικας και δρώπικας
νεοελλ.
φρ. α) «ύδρωπας ανασάρκα»
ιατρ. ύδρωπας που εντοπίζεται στον υποδόριο ιστό ολόκληρου τού σώματος και οφείλεται τις περισσότερες φορές σε καρδιακή ανεπάρκεια
β) «ύδρωπας ασκίτης»
ιατρ. ύδρωπας που εντοπίζεται στην περιτοναϊκή κοιλότητα και οφείλεται, συνήθως, σε κίρρωση τού ήπατος ή σε καρδιακή ανεπάρκεια
αρχ.
1. η νόσος διαβήτης
2. κάθε ακάθαρτη ρεύση τού σώματος, όπως λ.χ. η ρύση υγρού πριν από τον τοκετό
3. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδρωπικία
4. ένας από τους τέσσερεις χυμούς τού σώματος, ο υδατώδης
5. φρ. «ὕδρωψ ξηρός» και «ὕδρωψ ἀσκίτης»
(στον Ιπποκρ.) έκχυση ορώδους υγρού μέσα στο περιτόναιο, η οποία προκαλεί διόγκωση τής κοιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* κατ' επίδραση τών σύνθ. σε -ωψ (πρβλ. μύ-ωψ, βλ. λ. όπωπα). Το Β' συνθετικό -ωψ έχει χρησιμοποιηθεί και σε άλλες λ. δηλωτικές ασθενειών (πρβλ. αἱμάλωψ, μώλωψ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὕδρωπας — ὕδρωψ dropsy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδρωπιώδης — ώδες, Α [ὕδρωψ, ωπος] 1. αυτός που παρουσιάζει τα συμπτώματα τής νόσου ύδρωπας 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδρωπιῶδες ο ύδρωπας …   Dictionary of Greek

  • υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… …   Dictionary of Greek

  • υδρεκτασία — η, Ν ιατρ. ύδρωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + έκταση] …   Dictionary of Greek

  • υδρωπάζω — Ν [ύδρωπας] πάσχω από υδρωπικία, υδρωπιώ …   Dictionary of Greek

  • υδρωπία — ἡ, Α [ὕδρωψ, ωπος] ύδρωπας …   Dictionary of Greek

  • υδρωπίαση — η / ὑδρωπίασις, άσεως, ΝΑ, και ὑδρώπισις Α [ὑδρωπιῶ] ο ύδρωπας …   Dictionary of Greek

  • υδρωπίτιδα — η, Ν ιατρ. ύδρωπας τής κοιλότητας τού τυμπάνου τού αφτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδρωψ, ωπος + ίτιδα*] …   Dictionary of Greek

  • υδρωπικία — (Ιατρ.). Η συγκέντρωση του υγρού (ορού) που βγαίνει από το αίμα σε κοιλότητες του σώματος ή μέσα στους ιστούς ή κάτω από το δέρμα. H συλλογή αυτού του υγρού οφείλεται σε κάποια πίεση πάνω στις φλέβες με αποτέλεσμα να λιμνάζει το αίμα και να… …   Dictionary of Greek

  • υδρωπικός — ή, ό / ὑδρωπικός, ή, όν, ΝΑ [ὕδρωψ, ωπος] 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδρωπικία 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύδρωπα ή και αυτός που προέρχεται από την παραπάνω νόσο (α. «υδρωπικά συμπτώματα» β. «ὑδρωπικαὶ ἐκδηλώσεις», Ορειβ.) αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”